προδιαλελυκότες

προδιαλελυκότες
πρό-διαλύω
loose one from another
perf part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προδιαλύω — Α 1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.) 2. χαλαρώνω προηγουμένως 3. αναλύω προηγουμένως 4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως 5. ανασκευάζω προκαταβολικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”